- ομαλώ
- ὁμαλῶ, -όω (Μ) [ομαλός]ομαλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμαλῷ — ὁμαλός even masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g … Wikipedia Español
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek